Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Ατέλειωτα τσιγάρα σε μια μπάρα
Δεν είναι αυτό Σαββάτο θεέ κατέβα κάτω
Η νύχτα σαν την έρημο Σαχάρα
Και είναι και Σαββάτο δεν πάει παρακάτω

Εδώ βυθός εκπέμπω sos
Δυο βήματα απ' την τρέλα
Η ώρα είναι δύσκολη
Να βρούμε άκρη έλα
Εδώ βυθός εκπέμπω sos
Δυο βήματα απ' την τρέλα

Ατέλειωτα ταξίδια μες στα ίδια
Δεν είναι αυτό Σαββάτο θεέ κατέβα κάτω
Κουρέλια της ψυχής μου τα στολίδια
Και είναι και Σαββάτο δεν πάει παρακάτω

Ένα παλιό και ψιλοάγνωστο τραγουδάκι της Γλυκερίας, απ'το δίσκο "Σε μια σχεδία" (1994) που κολλάει γάντι σε δυο παλιόφιλους που φυλάττουν Θερμοπύλας κάπου στα σύνορα. Παιδιά, καλό κουράγιο κι εδώ είμαστε εμείς!

Άλλωστε, ο καθένας μες στην καθημερινότητά του φυλάττει τις δικές του Θερμοπύλες, κοντράροντας την ρουτίνα και τα μικρά ή μεγάλα του αδιέξοδα. Μεγάλη υπόθεση να τη μοιράζεσαι μ' έναν δικό σου άνθρωπο, τελικά..

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

"Who is that..Stelios?"

Ένας οικογενειακός φίλος - συνομήλικος των γονιών μου - μου διηγόταν μια ιστορία απ'τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς "στις φάμπρικες της Γερμανίας" απ'τα χρόνια του '60 και του '70. "Δουλεύαμε στην οικοδομή και απ'το τρανζιστοράκι που όλο και κάποιος θα είχε ακουγόταν συνήθως Ντόιτσε Βέλε. Η οποία ενίοτε έπαιζε και ελληνικό ρεπερτόριο. Αν τυχόν λοιπόν έβαζε Στελλάρα - ειδικά κάτι 'Στις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές' ή 'Μέσα στο τρένο Γερμανίας-Αθηνών' οι Έλληνες σταματάγαν τη δουλειά κι άκουγαν με ευλάβεια. Κι όταν τελείωνε το τραγούδι καθόντουσαν κι έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά.. Η πλάκα είναι ότι από ένα σημείο κι έπειτα οι Γερμανοί εργοδότες μας κάναν συστάσεις να μην κλαίμε στην οικοδομή, γιατί μπορεί να περνούσε κάποιος εκπρόσωπος του σωματείου και ποιος ξέρει τί θά 'βαζε στο μυαλό του αν μας έβλεπε έτσι..Θα νόμιζε ότι δουλεύαμε και μας..μαστιγώνανε!!"

Στα 15 μου γνώρισα για πρώτη φορά κάποια ξαδέρφια μου απ'την Βοστώνη. Γέννημα-θρέμμα Αμερικανοί ουσιαστικά, πρώτη φορά ερχόντουσαν στην Ελλάδα, δεν μίλαγαν ελληνικά και φυσικά γνώριζαν ελάχιστα για την κουλτούρα των ανθρώπων. Εκεί κατάλαβα την κάκιστη αίσθηση του χιούμορ που έχουν οι Αμερικανοί - όχι ότι με εξέπληξε, αν κρίνω απ'τις χαζοκωμωδίες τους - όταν στην ατάκα του Ηλιόπουλου "είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε" γονατίζαν απ'το γέλιο, τόσο αστείο τους φαινόταν - έπαιζε ρόλο φαντάζομαι και η έκφραση του προσώπου αυτού του απίστευτου ηθοποιού! Αυτό που είχαν ακούσει απ'τους παππούδες τους ήταν κάποιες κουβέντες για κάποιον "Stelios" ή "Stellaras" που για κάποιον ανεξήγητο κατ'αυτούς λόγο στο άκουσμα του ονόματός του δάκρυζαν.

Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία να τους "μεταφράσω" κάποια τραγούδια του Στέλιου - διαδικασία που αποδείχθηκε εξαιρετική εξάσκηση ενόψει του Lower που έδινα τότε! - και η αλήθεια είναι ότι στο άκουσμα των στίχων γούρλωσαν τα μάτια τους! Ο μεγάλος ξαδερφός μου σχολίασε "Gosh, that's real poetry!" ο δε μικρότερος σχολίασε "Why so much misery and pain"? Άντε να του εξηγήσεις του μικρού τί εποχές έζησαν οι παππούδες και οι πατεράδες μας...Εδώ τους έλεγες ότι η CIA είχε οργανώσει χούντες, Αττίλες και δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο και σε κοίταζαν σαν να είχες πέσει απ'το διάστημα. Στο μυαλό τους το Αμέρικα ήταν κάτι σαν Εκκλησία, δεν έκανε τέτοια πράματα, γιατί να το κάνει άλλωστε, την παγκόσμια ειρήνη επιδιώκει στο κάτω-κάτω...Μπήκα στον πειρασμό να τους εξηγήσω και για τη δικιά μας την εκκλησία βέβαια που στο όνομα του Θεού έχει τη μισή Ελλάδα ιδιοκτησία αλλά δεν μπαίνει στον κόπο να βοηθήσει κανά φτωχό, παρά χτίζει βίλες και αγοράζει Μερτσέντες για τους αγίους ημών - και υμών - μητροπολίτας, αλλά με συγκράτησε το άγριο βλέμμα του πατέρα μου, οπότε πήγα πάσο. Είπαμε, ήμουν μόλις 15.

Το θέμα είναι, αν και 15 τότε ή 30 σήμερα, τί ακριβώς με συγκινούσε σ'αυτά τα τραγούδια, που μιλούσαν για μια κατάσταση που δεν είχαμε ζήσει εμείς (βέβαια, όσο περνάν τα χρόνια και μας ζορίζει η ανεργία, όλο και περισσότεροι νεολαίοι την κάνουν για έξω..Είδες κύκλους που κάνει τελικά η Ιστορία..). Κατέληξα τελικά ότι δεν έχει σημασία η κατάσταση καθεαυτή - ξενιτιά, ανεργία, εγκατάλειψη, χωρισμός - με το νόημα εκείνης της εποχής, αλλά οι μικρές και καθημερινές "ξενιτιές", η μικρή και καθημερινή "ανεργία", υλική και πνευματική. Το συναίσθημα που σε διαπερνάει όταν χάνεις έναν άνθρωπο, όταν βιώνεις μια οποιαδήποτε απώλεια, όταν σε πλημμυρίζει η ιδια πίκρα, έστω για άλλο λόγο. Αυτό το "μέσα στο τρένο που με πάει στην ξενιτιά, κλαίω τη μοίρα μου χωρίς παρηγοριά" έχει τόσο πόνο μέσα του που δεν είναι δυνατόν να μην τον έχεις νιώσει μια φορά στη ζωή σου, για τους δικούς σου λόγους. Αυτό είναι που κάνει, πιστεύω, ένα τραγούδι 40 και 50 χρονών τόσο διαχρονικό και επίκαιρο πολλές φορές. Βαθιά μέσα μας πιστεύω οι Έλληνες είναι 100% Ανατολίτες ακόμα και αν πολιτικά, οικονομικά ή στρατιωτικά "ανήκομεν εις την Δύσιν" - αυτός που το είπε είχε αναρωτηθεί παλιότερα ''ποιος κυβερνά αυτό τον τόπο" οπότε δε με εκπλήσσει το "εκτός τόπου και χρόνου" του - γι'αυτό καλό και το metal ή το beat ή δεν ξέρω κι εγώ τί άλλο, αλλά νομίζω αν παρατηρήσει κανείς τις αντιδράσεις μας σ' ένα λαϊκό ή δημοτικό άκουσμα, θα καταλάβει...